καταποτήρας

καταποτήρας
ο
1. καταβόθρα
2. στρόβιλος νερού, δίνη, «μάτι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ποτήρ (< πίνω). Η λ., στον πληθ. τ. καταποτῆρες, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”